- Χαντάκια
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άστρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Argos-Mykene — Gemeinde Argos Mykene (Δήμος Άργους Μυκηνών) … Deutsch Wikipedia
λυγαριά — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονoυ φυτού Vitex agnus, της οικογένειας των βερβενιδών. Η λ. είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο, ύψους 1 2 μ. Έχει τετραγωνικό, πολύ χνουδωτό βλαστό με μακρόμισχα, παλαμοειδή φύλλα με 5 7 λογχοειδή και μυτερά… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
νεροκάρδαμο — Φυτό της οικογένειας των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι ναστούρδιο το φαρμακευτικό. Πολυετής υδροχαρής πόα που φυτρώνει σε πηγές, στις όχθες ποταμών και στα χαντάκια. Έχει βλαστό κοίλο, αρκετά… … Dictionary of Greek
ουτρικουλαρία — Γένος φυτών της οικογένειας των λεντιβουλαριιδών (δικοτυλήδονα), του οποίου πιο αξιόλογο είδος είναι η ο. η κοινή, υδροχαρές φυτό που αναπτύσσεται στα έλη, στα χαντάκια και στους ορυζώνες. Στην Ελλάδα απαντά σε στάσιμα νερά από τη Θεσσαλία και… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
αγριοκαλάμι — Κοινή ονομασία φυτού γνωστού με την επιστημονική ονομασία άγρωστις η λευκή.Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών και είναι πόα πολυετής, με πολύκλαδο καλάμι 0,20 1 μ. Τα φύλλα του είναι επίπεδα και μικρά. Το α. φυτρώνει σε υγρά ή αρδευόμενα… … Dictionary of Greek
Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… … Dictionary of Greek
εγγειοβελτιώσεις — Όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο αποξηραντικών, αντιπλημμυρικών, αρδευτικών, εκχερσωτικών κλπ. έργων με τα οποία βελτιώνεται ένα έδαφος, συνήθως επίπεδο, και γίνεται κατάλληλο για εντατική γεωργική εκμετάλλευση. Υπάρχουν επίσης ε. ορεινών περιοχών … Dictionary of Greek
κάρεξ — (Carex). Γένος μονοκοτυλήδονων, πολυετών, αγρωστόμορφων ποωδών φυτών της οικογένειας των κυπηριδών. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί περίπου 40 είδη, γνωστά με τις ονομασίες σπαθόχορτα, ξιφάρες και μαχαιρίδια. Αυτοφύονται στις όχθες των τελμάτων, στα… … Dictionary of Greek